Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία:
  • μέγεθος γραμματοσειράς
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

05/12/2019
Καλησπέρα σας
Σήμερα μετά από μια μεγάλη απουσία, θα κάνω μια βουτιά στο μακρινό μου παρελθόν, όταν ήμουν και εγώ παιδί (μετά τη θερινή ραστώνη έρχεται και η χειμερία νάρκη του μυαλού και κυρίως όταν είσαι στην Τρίτη ηλικία και πας στην ……..Τετάρτη όπως εγώ).
Η ζέουσα πραγματικότητα με κεντρίζει να ασχοληθώ με αυτήν, αλλά δεν θέλω να είμαι ένας από τα 9.000.000 εκατομμύρια των ελλήνων, που έχουν έτοιμη την λύση, από τη διένεξη με το γείτονά τους, μέχρι κυπριακό, τουρκικό για να μην μπω παγκόσμια προβλήματα. Εδώ θυμάμαι την κατά κόρο έκφραση που λέγαμε παλιά «κάνε με πρωθυπουργό για 48 ώρες και θα δεις πως θα λυθούν όλα τα προβλήματά μας». Θεωρώ λοιπόν καλύτερο να ασχοληθώ με τα παιδικά μου χρόνια, πιστεύοντας να τα διαβάσουν οι νέοι μας και να προβληματιστούν συγκρίνοντάς τα με το σημερινό τρόπο ζωής και τα μέσα που έχουν. Παρ’ όλες τις δικές μας δυσκολίες όμως τότε μου επιτρέπετε να αναφέρω ότι ο τόπος μας πήγε μπροστά, τουλάχιστον ως προς τον τρόπο ζωής, κατά τα άλλα………..δεν θα ασχοληθώ!!
Απόψε, θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω τα παιδικά παιχνίδια της εποχής εκείνης, τα οποία δυστυχώς έλαβα ένα πολύ μικρό μέρος, προς μεγάλη μου στεναχώρια, λόγω του μπλόκο από τον πατέρα μου που ήθελε να διαθέτω τον ελεύθερο χρόνο μου, στην βάρδια στο κατάστημά μας. Μην περιμένετε να τα θυμηθώ όλα βέβαια, αλλά θα σας μεταφέρω τα πιο «δημοφιλή» κατ΄ εμέ της εποχής.
Ξεκινάμε από το «ΤΣΟΜΑΚΑ-ΤΣΙΛΙΚΙ», αυτό λοιπόν ήταν ένα παιχνίδι που αποτελούταν από ένα μικρό ξύλο το (τσίλικι), στο μέγεθος μιας παλάμης, κωνικό και στις δύο άκρες και ένα κομμάτι σανίδι άλλοτε στρογγυλό, άλλοτε σαν σανίδα, μήκους 40-50 εκατοστών την (τσομάκα).
Η «ιεροτελεστία» του παιχνιδιού ήταν η εξής: αφού χωριζόμαστε σε ομάδες (όσα παιδιά είμαστε), η ομάδα που «έβγαινε», έστηνε κάτω το τσιλίκι συνήθως σε ένα σκληρό μέρος και με την τσομάκα το χτυπούσε με δύναμη στην κωνική του άκρη, αυτό τιναζόταν στον αέρα και καθώς ήταν στον αέρα προσπαθούσαμε να το χτυπήσουμε με την τσομάκα και να το στείλουμε όσο μπορούσαμε πιο μακριά στο χώρο που ήταν ανεπτυγμένη η δεύτερη ομάδα, η οποία προσπαθούσε να το πιάσει στον αέρα, -κάτι που δεν ήταν και τόσο εύκολο όπως καταλαβαίνετε-, αν όμως το έπιαναν κέρδιζαν και άλλαζαν θέση με τους πρώτους και αυτό επαναλαμβανόταν ώσπου να κουραστούμε και να το διαλύσουμε. {Αυτό το παιχνίδι με τις σημερινές εμπειρίες, μου φέρνει λίγο με το ράγκμπι που παίζετε στην Αμερική}.
Άλλο παιχνίδι ήταν οι «ΓΙΑΛΕΝΙΕΣ», αυτές ήταν κάτι στρογγυλές χάντρες είτε από γυαλί (εξού και γιαλένιες) είτε από σκληρό πηλό. Ορίζαμε λοιπόν ένα σημείο κάτω στο χώμα και μετρούσαμε, μια όχι και τόσο μεγάλη απόσταση. Απέναντι από την αρχή του ορισμένου σημείου, βάζαμε ένα νοητό σημάδι κάτω στο χώμα (εξάλλου όλοι οι δρόμοι χωμάτινοι ήταν) και εκεί στεκόταν η πρώτη ομάδα. Στο δεύτερο σημάδι στεκόταν η δεύτερη ομάδα και έκανε ένα λοφίσκο από «γιαλένιες» δηλαδή έβαζε στη βάση τρεις τέσσερες και μίας στο κέντρο. Τότε ένας –ένας από την πρώτη ομάδα προσπαθούσε πετώντας με το νύχι του αντίχειρα μια γιαλένια να χτυπήσει το λοφίσκο της απέναντι ομάδας, πράγμα πολύ δύσκολο, αν τον χτυπούσε έπαιρνε όλες τις γιαλένιες δικές του, αλλιώς έχανε την δικιά του βολή. Ορισμένοι συνομήλικοί μου και λίγο μεγαλύτεροι από εμένα είχαν αναπτύξει αξιοθαύμαστες επιδόσεις σε αυτό.
Άλλο ένα πολύ δημοφιλές και ομαδικό παιχνίδι ήταν το «φτου ξελευτερώνω», κάτι παρεμφερές με το κρυφτούλι. Ιδανικός χώρος για αυτό το παιχνίδι ήταν η πλατεία Συντάγματος και έδρα του και αρχηγείο ήταν ο πρώτος φανοστάτης από τους τέσσερεις που είχε η πλατεία, απέναντι από το μουσείο προς το βουλευτικό. Αφού χωριζόμαστε σε ισομερείς ομάδες, κληρώναμε για να βγάλουμε τον αρχηγό, μη φανταστείτε ότι η κλήρωση γινόταν με στριφτό νόμισμα, αλλά με τις δυο γροθιές μας παρατεταμένες στην οποία μία υπήρχε ένα χαλίκι, το οποίο αν το ακουμπούσε κέρδιζε την αρχηγεία. Η αρχηγική ομάδα λοιπόν, μαζευόταν στον στύλο, η δε άλλη ομάδα σκορπιζόταν στην πλατεία και κρυβόταν σε διάφορα σημεία, κατά προτίμηση στον μεγάλο δρόμο μέχρι το τέλος της πλατείας στο βουλευτικό. Μόλις δινόταν το σύνθημα ξεχύνονταν η αρχηγική ομάδα να βρει τους άλλους και να τους ακουμπήσει. Άμα τον ακουμπούσε θεωρούταν αιχμάλωτος πλέον και πήγαινε και στεκόταν στο στύλο όρθιος. Ο αγώνας για τη δεύτερη ομάδα ήταν πάντα να ξεφεύγει κάποιος του κυνηγητού της πρώτης με ελιγμούς, ώστε να φτάσει στο στύλο και να φωνάξει «φτου ξελευτερώνω», οπότε αυτομάτως αντιστρέφονταν οι όροι και η δεύτερη ομάδα γινόταν η αρχηγική και κυνηγούσε τους άλλους. Τα σαββατοκύριακα που έπηζε ο τόπος από «βολτάροντες» ήταν ιδανικές ημέρες για το παιχνίδι, γιατί μπορούσαμε να κρυφτούμε μέσα στις παρέες που βόλταραν, με αποτέλεσμα στην έξαψη του παιχνιδιού να μπερδευόμαστε και να σκοντάφτουμε πάνω στους βολτάροντες και να εισπράττουμε φάπες με το τσουβάλι, από ορισμένους αψίκορους συν τα κατάλληλα κοσμητικά επίθετα, αλλά που εμείς….. μέσα στην κάψα του παιχνιδιού μας…. την «βιόλα μας».
Υπήρχαν και άλλα πολλά παιχνίδια, ήσσονος σημασίας, τα οποία δεν πολύ θυμάμαι γιατί όπως προείπα δεν συμμετείχα –ο δυστυχής- πολύ γιατί είχα πάντα βάρδια στο μαγαζί.
Κλείνοντας, θα προσπαθήσω να σας περιγράψω το βασιλιά των παιχνιδιών. Αυτό ήταν η «μπάλα», που εμείς την ονομάζαμε τότε «ΤΟΠΙ». Την μπάλα την είχαν μόνο οι μεγάλες ομάδες!! Εκείνη την εποχή, η λέξη μπάλα, ήταν όνειρο απατηλό, διότι οι μπάλες τότε ήταν όλες χειροποίητες, φούσκωναν με σαμπρέλες, όπως τα λάστιχα των ποδηλάτων και καταλαβαίνετε ότι ήταν πανάκριβες. Αν είχαν οι μεγάλες ομάδες… αλλά και εκείνες ήταν ελάχιστες. Για να τις φουσκώσουν έπρεπε να έχουν τρόμπες ή ποδηλάτου ή αυτοκινήτου και αφού τις φούσκωναν έκλειναν αμέσως την τρύπα με ειδικά πέτσινα κορδόνια. Επειδή δε τα γήπεδα ήταν χωμάτινα (οι τάπητες εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα πάρα πολύ…. αργότερα), από το παίξιμο στο χώμα φθείρονταν τάχιστα και να ανοίγουν, με αποτέλεσμα να βρίσκουν λύση στους τσαγκάρηδες και σε ορισμένους μερακλήδες που τις έραβαν με μπαλώματα και έτσι όπως γίνονταν ήταν σαν «σαράνταπληγιάρης γάιδαρος».
Τώρα περνάμε στο δικά μας «ΤΟΠΙ», που ήταν λαστιχένιες μπάλες μεγάλες ή μικρές που πουλούσαν τα μαγαζιά. Με το τόπι λοιπόν εμείς τα παιδιά, παίζαμε το ποδόσφαιρο. Παίζαμε σε μεγάλες αλάνες, που δόξα το θεό τότε στο Ναύπλιο υπήρχαν πολλές. Χωριζόμαστε σε ομάδες, αφού φτιάχναμε καταρχάς τα τέρματα, ανάλογα με την αλάνα που παίζαμε. Χρέη «κολ πόστ» έκαναν –νοητά πάντα- τα ρούχα που πετούσαμε κάτω στο χώμα στα δυο άκρα. Το ύψος και το πλάτος, του τέρματος, ήταν νοητό και πάντα αμφισβητούμενο κατά το δοκούν. Κατόπιν παρατασσόμαστε στο γήπεδο, με την εξής σειρά: από τα κατώτερα παιχνίδια τα δικά μας έως την πρώτη εθνική. Στο τέρμα καθόταν ο τερματοφύλακας, μπροστά από αυτόν ένθεν και ένθεν ήταν τα δύο μπακ, μπροστά από αυτούς ήταν οι τρείς χαφ και στο κέντρο του γηπέδου από την μία άκρη έως την άλλη, παρατασσόταν οι υπόλοιποι πέντε παίκτες η λεγόμενη «επιθετική πεντάδα». Αντίστοιχα παρατασσόταν και η αντίπαλη ομάδα. Αυτή ήταν η κλασική ανάπτυξη των ομάδων, από τις αλάνες, έως τις μεγάλες ομάδες.
Περιττό να πω ότι όλα τα ανωτέρω παιχνίδια ήταν αυστηρά ανδροκρατούμενα…. Κορίτσια γιόκ αδιανόητο να συμμετέχουν.
Τη συνέχεια η οποία είναι αρκετά ζουμερή και σκαμπρόζικη θα μου επιτρέψετε, -επειδή σας έγραψα πολλά απόψε- να την αναπτύξω σε επόμενη αφήγησή μου (πιστεύω σύντομα).

Αυτά για απόψε καληνύχτα σας, με αγάπη

ΛΟΥΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ

271
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία:

Προσθήκη σχολίου

Σημειώσεις η νομικό περιεχόμενο για την υποβολή σχολίων.